-
1 εκουσία
ἑκουσίᾱ, ἑκούσιοςvoluntary: fem nom /voc /acc dualἑκουσίᾱ, ἑκούσιοςvoluntary: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἑκουσίᾱͅ, ἑκούσιοςvoluntary: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 εκούσια
-
3 ἑκούσια
-
4 εκουσια
I.ἥ (sc. γνώμη) добрая воляκαθ΄ ἑκουσίαν Thuc. и ἐξ ἑκουσίας Soph. — по собственной воле, добровольно
II.τά произвольные действия, добровольные или сознательные поступки Xen., Arst. -
5 ἑκουσία
Βλ. λ. εκουσία -
6 ἑκουσίᾳ
Βλ. λ. εκουσία -
7 εκούσια
voluntarilyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > εκούσια
-
8 ἑκούσιος
ἑκούσιος, α, ον, auch 2 End., Thuc. 6, 44 u. sonst, freiwillig; von Menschen, ἥμαρτεν οὐχ ἑκουσία Soph. Tr. 1113, wie Phil. 613; παῖς ἑκουσία Plat. Legg. XI, 925 a; ἑκούσιος ἀπέϑανε Thuc. 1, 138; von Handlungen, die freiwillig gethan werden; τὰ ἑκούσια Xen. Mem. 2, 1, 18; ἑκούσιοι βλάβαι Soph. Phil. 1302; φυγή Eur. Suppl. 151; ἡ στρατεία Thuc. 7, 57; βίαιοι ἢ ἑκούσιαι πράξεις Plat. Rep. X, 603 c; ἀκούσιά τε καὶ ἑκούσια ἀδικήματα Legg. IX, 860 e; τὸ ἑκούσιον, der freie Wille, ibd.; – ἐξ ἑκουσίας (sc. γνώμης) σφαλείς, freiwillig, Soph. Tr. 724; so ἑκουσίᾳ πλημμελεῖν Dem. 21, 42, wo Bekker ἑκουσίως schreibt; καϑ' ἑκουσίαν ἢ πάνυ γε ἀνάγκῃ Thuc. 8, 27; ἑκουσίῳ τρόπῳ Eur. Med. 751; – ἑκούσιόν ἐστί μοι, c. inf., ich bin bereit zu, D. Hal. 10, 27. – Adv. ἑκουσίως, Eur. Tr. 1037 u. A.
-
9 εκουσιος
3 и 21) ( о лицах) действующий по своей волеἑκουσίῳ τρόπῳ Eur. — добровольно;
ἥμαρτεν οὐχ ἑ. Soph. — он совершил невольную ошибку;ἑ. ἢ ἄκων Soph. — по доброй воле или насильно;ἑ. ἀπέθανε Thuc. — он покончил жизнь самоубийством2) ( о действиях) добровольный, умышленный, (пред)намеренный(βλάβαι Soph.; φυγή Eur.; ἀδικήματα Plat.; πράξεις Arst.; γάμοι Plut.)
κινεῖσθαι τὰς ἑκουσίας κινήσεις Arst. — совершать произвольные движения - см. тж. ἑκούσια, ἑκουσία и ἑκούσιον -
10 εκουσίας
ἑκουσίᾱς, ἑκούσιοςvoluntary: fem acc plἑκουσίᾱς, ἑκούσιοςvoluntary: fem gen sg (attic doric aeolic) -
11 ἑκουσίας
ἑκουσίᾱς, ἑκούσιοςvoluntary: fem acc plἑκουσίᾱς, ἑκούσιοςvoluntary: fem gen sg (attic doric aeolic) -
12 εκούσιος
-
13 ἑκούσιος
-α,-ον + A 5-0-0-8-2=15 Lv 7,16; 23,38; Nm 15,3; 29,39; Dt 12,6voluntary Lv 7,16τὰ ἑκούσια ὑμῶν your voluntary acts, your free-will offering Nm 29,39; καθ᾽ ἑκούσιον voluntarily Nm 15,3*Prv 27,6 ἑκούσια spontaneous (kisses) corr.? ἱκέσια supplicating, suppliant (kisses) for MTנעתרות⋄עתר listening for supplications?Cf. HARLÉ 1988, 109; →TWNT -
14 κοσμιότης
κοσμιότης, ητος, ἡ, die Eigenschaft des κόσμιος, ein ordentliches, gesetztes, gesittetes Betragen, Anstand, Ehrbarkeit, nach Plat. defin. 412 d ὕπειξις ἑκουσία πρὸς τὸ φανὲν βέλτιστον, εὐταξία περὶ κίνησιν σώματος; neben σωφροσύνη, Gorg. 508 a; Ar. Plut. 564; διὰ κοσμιότητος ζημιοῦν Dem. 59, 80; Gegensatz der ἀκολασία, Arist. Eth. 2, 8; Sp., wie Luc. Tim. 55.
-
15 δι-ορίζω
δι-ορίζω, ion. διουρίζω, att. fut. διοριῶ; – 1) durch Gränzen absondern, διουρίσαντες καὶ διελόντες Λιβύην τε καὶ Ἁσίην Her. 4, 42; begränzen, ὁ ποταμὸς δ. τὴν Εὐρώπην ἀπὸ τῆς Ἀσίας D. Sic. 1, 55; übertr., τῷ λόγῳ Plat. Rep. VI, 507 b; = die Begriffe begränzen, und dah. unterscheiden; διορίζει ἅ τε οἱ ἄνϑρωποι καλοῦσιν ὀνόματα καὶ οἱ ϑεοί Crat. 391 d, vgl. Her. 4, 45; ἀκούσιά τε καὶ ἑκούσια ἀδικήματα Legg. IX, 860 e; ἡ τῶν καπήλων τέχνη τῆς τῶν αὐτοπωλῶν διώρισται Polit. 260 c, u. öfter; dah. = bestimmt anordnen u. jedem einzelnen zuweisen, ϑεοῖς γέρα Aesch. Prom. 438; αἱ φῆμαι μαντικαὶ τοῠτο διώρισαν Soph. O. R. 723; vgl. 1083. Insbesondere – a) von ausdrücklichen Bestimmungen des Gesetzes; καϑαρὸν εἶναι Dem. 20, 158, der es dem ἁπλῶς εἶπε entgegensetzt, 19, 7; ὁ νόμος διωρίσϑη πρός τινα, wurde auf ihn bes. bezogen, 59, 93; τὰ διωρισμένα καὶ τεταγμένα 18, 274; τὸ διωρισμένον ἐκ τοῦ νόμου δικαστήριον 23, 27; τὸ τίμημα διωρισμένον ὑπὸ τῶν νόμων Arist. pol. 4, 6. – b) den Begriff eines Wortes feststellen, definiren, τὴν μαγευτικήν Plat. Polit. 280 e, öfter. – Das med. ist bes. bei den Rednern häufig, = für sich u. übh. Bestimmungen treffen; τὴν δίκην Ar. Ach. 342; καὶ σαφῶς δηλοῦν Dem. 18, 40; τὴν τῶν ἀγαϑῶν πρᾶξιν σωφροσύνην εἶναι διορίζομαι Plat. Charm. 163 e, öfter; περί τινος, Andoc. 3, 12; Isocr. 3, 14; Arist. pol. 4. 3, 5; διωρίσμεϑα ἃ χρὴ ποιεῖν Dem. 24, 192. – 2) über die Gränzen hinausführen; τὸν ἐνϑένδε πόλεμον εἰς τὴν ἤπειρον διοριοῠμεν Isocr. 4, 174; vgl. ἐκ γῆς πόδα, στράτευμα Τροίαν ἔπι, Eur. Hel. 401. 834, wohin auch Ion 46 ὑπὲρ ϑυμέλας δ., vom Altar wegführen, zu ziehen ist. Dah. = verbannen; τὸ ὄφλον ἔξω τῶν ὅρων Plat. Legg. IX, 873 e. – Vgl. ἐξορίζω.
-
16 διοριζω
ион. διουρίζω1) разграничивать, размежевывать(Λιβύην τε καὴ Ἀσίην Her.; τὸ ἄνω καὴ τὸ κάτω Arst.: τέν Εὐρώπην ἀπὸ τῆς Ἀσίας Diod.)
τὸ διορίζον ἐπίγραμμα Plut. — пограничная надпись;τὸ διωρισμένον Arst. — (нечто) прерывистое, разобщенное2) разграничивать, различать(ἀκούσιά τε καὴ ἑκούσια ἀδικήματα Plat.; τὰ καλὰ καὴ τὰ αἰσχρά Arst.)
3) определять, назначать (в удел), указывать(γέρα θεοῖσι Aesch.)
μακρὸν διορίσαι τινά Soph. — сделать кого-л. великим;διωρισμένος ὑπὸ τῶν νόμων Arst. и ἐκ τοῦ νόμου Dem. — установленный законами;διωρισμένα καὴ τεταγμένα Dem. — законоположения4) выводить (за пределы страны), переводить, перемещать, переносить(στράτευμα Τροίαν ἔπι Eur.; τὸν ἐνθένδε πόλεμον εἰς τέν ἤπειρον Isocr.)
ἐκ γῆς διορίσαι πόδα Eur. — уйти из страны, удалиться5) выбрасывать, изгонять(τινὰ ὑπὲρ θυμέλας Eur.; τι ἔξω τῶν ὅρων τῆς χώρας Plat.)
6) med. договариваться, уславливаться(πρός τινα Plat., Plut.)
7) тж. med. лог. определять(τι Arph., Plat. и περί τινος Isocr., Arst.)
-
17 εξαιφνης
adv.1) внезапно, неожиданно, вдруг(φλεγέθειν Hom.; ἀκούειν τι Soph., Plat., Aeschin.)
τὰ ἐ. ἑκούσια μὲν λέγομεν, κατὰ προαίρεσιν δ΄ οὐ Arst. — внезапные действия мы называем произвольными, но не преднамеренными2) мгновенныйτὸ ἐ. Plat. — мгновенность
3) тотчас же, немедленноἐ. ἀποθανόντος Plat. — тотчас же по его смерти
-
18 εκουσίαι
-
19 ἑκουσίαι
-
20 εκουσίαν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἑκουσία — ἑκουσίᾱ , ἑκούσιος voluntary fem nom/voc/acc dual ἑκουσίᾱ , ἑκούσιος voluntary fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκουσίᾳ — ἑκουσίᾱͅ , ἑκούσιος voluntary fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκούσια — ἑκούσιος voluntary neut nom/voc/acc pl ἑκούσιος voluntary neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκουσίας — ἑκουσίᾱς , ἑκούσιος voluntary fem acc pl ἑκουσίᾱς , ἑκούσιος voluntary fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκουσίαι — ἑκουσίᾱͅ , ἑκούσιος voluntary fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκουσίαν — ἑκουσίᾱν , ἑκούσιος voluntary fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποχή — Η εκούσια άρνηση συμμετοχής σε συζήτηση, ψηφοφορία και ειδικότερα η εκούσια άρνηση των εκλογέων να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα για την ανάδειξη αντιπροσώπων. Σε πολλές όμως χώρες έχει καθιερωθεί νόμος για την υποχρεωτική ψηφοφορία και η α … Dictionary of Greek
απόχη — Η εκούσια άρνηση συμμετοχής σε συζήτηση, ψηφοφορία και ειδικότερα η εκούσια άρνηση των εκλογέων να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα για την ανάδειξη αντιπροσώπων. Σε πολλές όμως χώρες έχει καθιερωθεί νόμος για την υποχρεωτική ψηφοφορία και η α … Dictionary of Greek
κατοίκια — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… … Dictionary of Greek
κατοικία — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… … Dictionary of Greek
νηστεία — Η εθελοντική ή υποχρεωτική αποχή από την τροφή γενικά ή από ορισμένες τροφές. Ο όρος χρησιμοποιείται από πολλούς λαούς για να δηλώσει κυρίως την εθελοντική αποχή από ορισμένες τροφές (ιδιαίτερα λιπαρές) για θρησκευτικούς λόγους. Η ν. ως… … Dictionary of Greek